- οριοθετώ
- borner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
οριοθετώ — οριοθετώ, οριοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οριοθετώ — (Α ὁριοθετῶ, έω) θέτω όρια, καθορίζω σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅριον + θετῶ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. στοιχειο θετώ] … Dictionary of Greek
οριοθετώ — ( είς, εί, κτλ.), οριοθέτησα, οριοθετήθηκα, οριοθετημένος, καθορίζω όρια, σύνορα. Ουσ. οριοθέτηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
οριοθέτηση — η [οριοθετώ] ο καθορισμός ορίων, χάραξη συνόρων … Dictionary of Greek
οροθετούμαι — οροθετούμαι, οροθετήθηκα, οροθετημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οροθετώ — οροθετώ, οροθέτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οροθετώ — και οριοθετώ ορ(ι)οθέτησα, ορ(ι)οθετήθηκα, ορ(ι)οθετημένος, καθορίζω τα όρια, τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα: Οροθετήθηκε η αγροτική περιοχή της κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)